- χαλαλίζω
- Ν [χαλάλι]κάνω κάτι χαλάλι, θεωρώ ότι έγινε καλά κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαλίζω — ισα, θεωρώ κάτι ότι καλά έγινε, το συγχωρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)